υδρολακκόλιθος

υδρολακκόλιθος
ο, Ν
(γεωμορφ.) λόφος θολωτού σχήματος ο οποίος σχηματίζεται σε περιοχές μόνιμα παγωμένου εδάφους όταν η υδροστατική πίεση τού υπόγειου παγωμένου νερού προκαλεί ανύψωση ενός στρώματος εδάφους, κν. πίνγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pingo < pingo «λόφος, αμμόλοφος», λ. τής γλώσσας τών Εσκιμώων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”